-
1 καταδαπανάω
A squander,τὴν οὐσίαν Arist.Pol. 1316b23
;τὸ στρωμάτων βάρος κ. εἰς τἀπιτήδεια X.Cyr.6.2.30
:—[voice] Pass., [ τὰ Χρήματα]κατεδεδαπάνητό σφι Hdt.5.34
:—[voice] Med., to be prodigal, Pyrrho ap.Ath. 10.419e.II consume, of an army, X.An.2.2.11;τὸν Ὅμηρον λιμὸς κατεδαπάνησεν Sotad.15.16
:—[voice] Pass.,καταδαπανᾶσθαι ἐν τῇ κακίᾳ LXXWi.5.13
;κατεδαπανῶντο ταῖς μάστιξι τὰ σώματα Eun.Hist. p.269D.
2 absorb, do away with, Aët.7.91.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταδαπανάω
См. также в других словарях:
καταδαπανώ — (AM καταδαπανῶ, άω) 1. ξοδεύω άσκοπα και ασυλλόγιστα, κατασπαταλώ (α. «καταδαπάνησε όλη την περιουσία τού πατέρα του στα χαρτιά» β. «κἄν μὴ καταδαπανήσωσι τὴν οὐσίαν», Αριστοτ.) 2. μέσ. καταδαπανώμαι, άομαι υποβάλλω τον εαυτό μου σε μεγάλες… … Dictionary of Greek